- στερεόμορφος
- -ον, Ααυτός που έχει σταθερή μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μορφος (< μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek